Μανσούρα

Μανσούρα
(El Mansurah). Πόλη (369.621 κάτ. το 1996) της Αιγύπτου και πρωτεύουσα του κυβερνείου Ελ Ντακαλίγια (3.471 τ. χλμ., 4.223.655 κάτ. το 1996) στην Κάτω Αίγυπτο. Βρίσκεται στο ΒΑ τμήμα του δέλτα του Νείλου και στη δυτική όχθη του παραπόταμου Ντουμγιάτ, Είναι οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος, καθώς και εμπορικό κέντρο. Έχει πολλές βιομηχανίες (εργοστάσια κατεργασίας τροφίμων και κλωστοϋφαντουργεία). Είναι έδρα του Πανεπιστημίου (1971) και του Πολυτεχνείου(1957) της Αλ Μανσούρα. Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε το 1221 από τον σουλτάνο αλ-Μαλίκ αλ-Καμίλ, την εποχή κατά την οποία οι Σταυροφόροι κατέλαβαν τη Δαμιέτη. Στα περίχωρά της, το 1250, έγινε μια περίφημη μάχη στην οποία οι Σταυροφόροι οι οποίοι προσπαθούσαν να κατακτήσουν την Αίγυπτο νικήθηκαν οριστικά και ο ίδιος ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Θ’ αιχμαλωτίστηκε. Το κελί της φυλακής του σώζεται ακόμη., Στη M. υπήρχαν Έλληνες πριν από το 1860. Παλαιότερα ήταν έδρα Έλληνα υποπρόξενου και από το 1893 υπήρχε οργανωμένη ελληνική κοινότητα η οποία συντηρούσε εκκλησία και σχολείο δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης. Η κοινότητα αυτή ουσιαστικά έχει διαλυθεί, αλλά το σχολείο εξακολουθεί να λειτουργεί με μαθητές και από άλλες περιοχές της Αιγύπτου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Mansoura, Cyprus — Mansoura Μανσουρα …   Wikipedia

  • Βλάχος, Άγγελος — I (Αθήνα 1838 – 1920). Λογογράφος, πολιτικός και διπλωμάτης. Πήρε το δίπλωμα της νομικής στην Αθήνα (1859) και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (1861 63). Κατά καιρούς κατέλαβε διάφορες ανώτερες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, υπηρέτησε ως… …   Dictionary of Greek

  • Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”